Νομικές Μελέτες Εκκλησιαστικού Ενδιαφέροντος

Προστασία Αρχαιοτήτων & Θρησκευτικά Μνημεία

isbn: 978-960-7146-78-6
Συγγραφέας: Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2002
Σχήμα:130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144

Οἱ βυζαντινὲς καὶ μεταβυζαντινὲς ἀρχαιότητες εἶναι, στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία, θρησκευτικὰ μνημεῖα. Ἀποτελοῦν ἀπαράμιλλη μετουσίωση τῆς βαθιᾶς πίστης τοῦ λαοῦ σὲ τέχνη. Συνήθως ἔχουν διττὸ χαρακτήρα: Εἶναι θρησκευτικοὶ (λατρευτικοί) χῶροι καὶ συγχρόνως ἱστορικὰ (ἀρχαιολογικά) μνημεῖα. Ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ προοπτική, μὲ βάση τὴν ὁποία το‐ποθετεῖται κάποιος ἀπέναντι σὲ ἕνα τέτοιο μνημεῖο, διαφοροποιεῖ τὶς θέσεις του καὶ τὴν ἀντιμέτωπισή του. Ἔτσι οἱ συγκρούσεις εἶναι ἀναπόφευκτες. Γι’ αὐτὸ ἡ ἑρμηνεία τῶν διατάξεων τῶν διαφόρων νόμων περὶ τῶν ἀρχαιοτήτων, ὅταν ἀναφέρονται σὲ τέτοιες ζωντανές ἀκόμη θρησκευτικὲς ἑστίες —ὅπως εἶναι λ.χ. οἱ Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Ἁγίων Μετεώρων, ὁ Ναὸς τῆς Ροτόντας στὴ Θεσσαλονίκη— ἐπιβάλλεται νὰ λαμβάνει σοβαρότατα ὑπ’ ὄψη τὸν εἰδικὸ χαρακτήρα αὐτῶν τῶν μνημείων. Συνεπῶς ἡ ἑρμηνεία τῶν κατ’ ἰδίαν διατάξεων τῆς περὶ ἀρχαιοτήτων νομο‐θεσίας ἐνδιαφέρει ἄμεσα τὴν Ἐκκλησία, τὶς Ἱερὲς Μονὲς καὶ τοὺς Ἱεροὺς Ναούς. • Οἱ μελέτες ποὺ περιλαμβάνονται στὸν παρόντα τόμο ἀναφέρονται στὴ νομοθεσία περὶ ἀρχαιοτήτων, στὶς ἀρχαιολογικὲς ὑπηρεσίες καὶ στὶς σχέσεις τους μὲ τὶς Ἱερὲς Μονές, τὰ λοιπὰ ἐκκλησιαστικὰ νομικὰ πρόσωπα καὶ τὴν καθόλου Ἐκκλησία: • 1. «Α. Ἡ νομοθεσία περὶ προστασίας τῶν ἀρχαιοτήτων. Β. Τὸ προσχέδιο τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Νόμου. Κριτικὲς παρατηρήσεις ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῶν μονῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων». Στὸ πρῶτο μέρος καταγράφονται ὅλα τὰ νομοθετικὰ κείμενα ποὺ ἀφοροῦν στὶς ἀρχαιότητες (νόμοι καὶ διεθνεῖς συμβάσεις). Στὸ δεύτερο μέρος καταχωροῦνται οἱ παρατηρήσεις ποὺ ἀπετέλεσαν τὴ βάση τοῦ σχετικοῦ ὑπομνήματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸ Ὑπ. Πολιτισμοῦ. • 2. «Σύγκρουση μεταξὺ Θρησκευτικοῦ‐Λατρευτικοῦ καὶ Μνημειακοῦ‐Ἱστορικοῦ Χαρακτήρα τῶν Μνημείων τῶν Ἁγίων Μετεώρων». Ἀφομοιώνοντας τὰ πορίσματα ποὺ ἐξήχθησαν ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς Ροτόντας ἐρευνήθηκε τὸ ἀντίστοιχο ζήτημα ἀναφορικὰ μὲ τὰ —συγγενικοῦ ἀ‐πὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ χαρακτήρα— μνημεῖα τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Ὡς μόνη ἀσφαλὴς λύση προτείνεται ἡ διὰ τῆς συνεχοῦς λατρευτικῆς χρήσεως διατήρηση ἐνεργοῦ τῆς φύσεως τῶν μνημείων αὐτῶν ὡς λατρευτικῶν χώρων. • 3. «Ἡ Παραβίαση Ἀδόμητης Ζώνης Ἀρχαιολογικοῦ Χώρου Συνιστᾶ Προσβολὴ τῆς Προσωπικότητας (57 ΑΚ). Ἡ περίπτωση τῆς ἀδόμητης ζώνης τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου τῶν Ἁγίων Μετεώρων».







Ιερές Μονές Κατά Ελληνικού Δημοσίου
Απόφαση ΕΔΔΑ 492/9.12.1994

isbn : 960-7146-76-X

Συγγραφέας: Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2002
Σχήμα:130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 96

 Ἡ ὑπ’ ἀριθ. 492/9.12.1994 ΕΔΔΑ. Συμβολὴ στὴν ἑρμηνεία τῆς ἰσχύουσας νομοθεσίας γιὰ τὴν περιουσία τῶν Ἱερῶν Μονῶν ποὺ δὲν συμβλήθηκαν στὴ Σύμβαση τοῦ ν. 1811/1988.
Ὁ ν. 1700/1987, μὲ τὸ νομικὸ τέχνασμα τῆς καθιερώσεως ἑνὸς τεκμηρίου, «δήμευσε» ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου τὸ σημαντικότερο τμῆμα τῆς περιουσίας τῶν Ἱ. Μονῶν, στερώντας τους τὴ δυνατότητα νὰ ἀποδείξουν τὴν χρησικτησία ὡς τίτλο κτήσεως τῶν ἀκινήτων τους. Ἡ ἑλληνικὴ δικαιοσύνη δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων. Καὶ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν υἱοθέτησε οὔτε στήριξε τὸ ἀγώνα τῶν Ἱ. Μονῶν. Ἡ ἀπόφαση τῶν ὀκτὼ ἀρχαίων Ἱ. Μονῶν (Ἄνω Ξενιᾶς, Ὁσίου Λουκᾶ, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἁγίων Μετεώρων, Ἀσωμάτων Πετράκη, Χρυσολεοντίσσης Αἰγίνης, Φλαμουρίου Βόλου καὶ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων) νὰ προσφύγουν στὸ δικαστικὸ βῆμα τοῦ Στρασβούργου δικαιώθηκε ἀπὸ τὴν ἱστορική, γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀξιολογήθηκε ἐπαρκῶς ἀπὸ τοὺς θεωρητικοὺς καὶ τὴ νομολογία. Γι’ αὐτό δημοσιεύουμε μία πλέον συστηματικὴ παρουσίασή της. • Στὴ μελέτη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς ἀναλύεται ἡ Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση, τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο καὶ ἡ Νομολογία του ὥστε νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ νομικὸ πλαίσιο τῆς δίκης. Ἀκολουθοῦν σύντομο ἱστορικὸ τῆς ὑπόθεσης καὶ τὰ κρίσιμα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση. Στὴ συνέχεια ἀ‐ναλύεται ἡ ἀπόφαση: α) Σχετικὰ μὲ τὴν παραβίαση τῶν ἰδιοκτησιακῶν δικαιωμάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν. β) Σχετικὰ μὰ τὴ στέρηση τοῦ δικαιώματος προσφυγῆς στὸ δικαστήριο. γ) Σχετικὰ μὲ τὴν παραβίαση τῶν ἄρθρων 9 καὶ 11 τῆς Σύμβασης. Τέλος, γίνεται ἀνάλυση τῆς σημασίας τῶν πορισμά‐των τοῦ Δικαστηρίου γιὰ τὴ νομολογία τῶν ἐθνικῶν δικαστηρίων καὶ ἀκολουθεῖ τὸ ἄρθρο 55 ν. 2413/1996, ἡ ὑλοποίηση δηλαδὴ στὴν ἐθνικὴ ἔννομη τάξη τοῦ διατακτικοῦ τῆς ἀπόφασης.







Ζητήματα Εμπραγμάτου Εκκλησιαστικού Δικαίου
(Μοναστηριακή Περιουσία)

isbn: 960-7146-75-1
Συγγραφέας: Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2002
Σχήμα:130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 120

Ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Βαυαρῶν ἡ ἐκκλησιαστικὴ —καὶ ἰδιαίτερα ἡ μοναστηριακὴ περιουσία— μπῆκε στὸ στόχαστρο τοῦ Κράτους. Μὲ προσχήματα καὶ δικαιολογίες ἄρχισε ἡ ἀφαίμαξη. Τὰ ἔτη 1833‐1834, 1917, 1930 καὶ 1952 εἶναι καθοριστικὰ γιὰ τὶς εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπαλλοτριώσεις. Τὸ Κράτος θέλησε νὰ οἰκειοποιηθεῖ καὶ ὅ,τι ἀπέμεινε μὲ νόμους ἀντισυνταγματικοὺς καὶ ἀντίθετους πρὸς τὴ Σύμβαση τῆς Ρώμης, ὅπως ὁ ν. 1700/1987 ποὺ τόσο τάραξε τὸν δημόσιο καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο. Ἡ συμβιβαστικὴ λύση ποὺ ἀκολούθησε μὲ τὸν ν. 1811/1988 ἐπιφανειακὰ μόνο ἀποκατέστησε τὶς σχέσεις αὐτές. Δημιούργησε, ὅμως, καὶ νέο status στὸ πεδίο τοῦ ἐμπράγματου ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου. Τὸ νέο αὐτὸ καθεστώς εἶναι φυσικὸ νὰ προκαλεῖ συζητήσεις καὶ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τῶν σχετικῶν διατάξεων. • Στὸν τόμο αὐτὸ περιλαμβάνονται οἱ μελέτες: 1. «Ἡ ἀκίνητη μοναστηριακὴ περιουσία, τὸ νομικὸ καθεστὼς ποὺ τὴ διέπει καὶ τὰ δικαιώματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ὅπου ἀναλύεται τὸ νέο νομοθετικὸ πλαίσιο γιὰ τὴν μοναστηριακὴ περιουσία καὶ κρίνεται ἡ προώθηση νομοθετικῶν ἀλλαγῶν ποὺ θὰ παραχωροῦν τὴ διοίκηση καὶ διαχείριση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας στὴν κεντρικὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καταργώντας ἔτσι τὴν οὐσιαστικὴ αὐτοτέλεια κάθε Ἱερᾶς Μονῆς ὡς νομικοῦ προσώπου. 2. «Ἡ χρησικτησία ὡς τίτλος κτήσεως μοναστηριακῶν κτημάτων καὶ ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τοὺς “νομίμους τίτλους” τοῦ ν. 1700/1987», ὅπου ἐξηγεῖται γιατὶ ἡ χρησικτησία εἶναι τίτλος κτήσεως κυριότητος ἰσόκυρος μὲ τοὺς ἄλλους. 3. «Οἱ διαχειριστικὲς ἐξουσίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας μετὰ τοὺς ν. 1700/1987, 1811/1988 καὶ τὸ ἄρθρο 55 ν. 2413/1966», ὅπου ἀντικρούεται ἡ διατυπουμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θέση ὅτι εἶναι ὁ καθολικὸς διάδοχος τοῦ καταργηθέντος ΟΔΕΠ, ἄρα καὶ σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴν μοναστηριακὴ περιουσία. 4. «Τὰ μοναστηριακὰ κτήματα εἶναι ἀνεπίδεκτα χρησικτησίας», ὅπου ἐξηγεῖται καὶ θεμελιώνεται νομικὰ ὅτι ἡ κυριότητα τῶν Ἱερῶν Μονῶν μετὰ τὸ ἔτος 1915 δὲν μπορεῖ νὰ καταλυθεῖ μὲ χρησικτησία. 5. «Ἡ μοναστηριακὴ περιουσία δὲν εἶναι δημόσια περιουσία», ὅπου ἀντικρούεται ἡ ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία καλλιεργηθείσα ἄποψη ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία ἀποτελεῖ κληροδότημα τῶν προγόνων.







Σχέσεις Μητροπολίτου και Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος

isbn: 960-7146-80-8
Συγγραφέας: Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2003
Σχήμα:130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144

Οἱ μοναχοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διαμαρτύρονται —δίκαια τὶς περισσότερες φορές— ὅτι οἱ ἐπίσκοποι δὲν συμπεριφέρονται ἀπέναντί τους ὡς πατέρες, ἀλλὰ ὡς προϊστάμενοι καὶ μάλιστα δυναστικά· ὡς ἐκ τούτου εὔλογο εἶναι νὰ ἀναζητοῦν ποικιλοτρόπως διεξόδους ἀνεξαρτησίας. Ἔτσι, κατὰ καιροὺς συχνὰ ἀμφισβητεῖται ἡ ἐπισκοπικὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῶν ἱερῶν μονῶν καὶ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν περισσότερη ἀνεξαρτησία ἔναντι τῶν προϊσταμένων τους ἐπισκόπων γιὰ τὴν προαγωγὴ τῶν μοναστικῶν ἰδεωδῶν τους. Σπανιότερα ὀφείλονται σὲ μὴ ὀρθὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ συχνὰ «δεσποτική» καὶ καταδυναστευτικὴ ἐποπτεία τῶν ἐπισκόπων, μολονότι κατὰ τὸ ἄρθρο 6 Καν. 39/1972 ὄφειλε νὰ εἶναι «πατρικὴ καὶ προστατευτική». Παράλληλα παρατηρεῖται μερικὲς φορὲς καὶ ἡ παραθεώρηση τῆς σημασίας τοῦ μοναχισμοῦ, ἀκόμη καὶ ἡ ὑποβάθμισή του ἀπὸ μερικοὺς ἐπισκόπους. Ὡστόσο, τὰ ὅρια τῶν σχέσεων τῶν δύο θεσμῶν εἶναι ἤδη ἀπὸ αἰῶνες ἀρκούντως ξεκαθαρισμένα. Ἡ ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου δὲν εἶναι οὔτε ἀπεριόριστη οὔτε ἀνεξέλεγκτη. Ὑπόκειται σὲ ὅρια καὶ κανόνες, ὅπως αὐτοὶ διαγράφονται ἐξαντλητικὰ καὶ περιοριστικὰ στὰ ἄρθρα 39 παρ. 2 καὶ 6 ν. 590/1977, ἀλλὰ καὶ στὸ ἄρθρο 6 παρ. 1 τοῦ Κανονισμοῦ «ὑπ’ ἀριθ. 39/1972. Οἱ νομικὲς αὐτὲς διατάξεις δὲν ἐκφράζουν τίποτα ἄλλο, παρὰ τὸ γνήσιο πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς κανονικῆς παραδόσεως. Πέραν αὐτῶν οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν καμμία ἄλλη δικαιοδοσία καὶ τὰ μοναστήρια δικαιοῦνται νὰ αὐτοδιοικοῦνται, ρυθμίζοντας τὰ τοῦ οἴκου των.








Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα

isbn: 960-6683-11-7
Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2006
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 192

Πολλοί σήμερα αμφισβητούν το ηθικό (και «ροκανίζουν» ποικιλοτρόπως και συστηματικά το νομικό) δικαίωμα της Εκκλησίας να έχει περιουσία. Αλλά, «επειδή η εκκλησία κέκτηται το αδιαφιλονείκητον δικαίωμα του πραγματοποιήσαι την ιεράν αυτής αποστολήν εν τω κόσμω, αναγκαίως δείται και των προς τούτο απαιτουμένων μέσων» (επίσκοπος Ζάρας της Δαλματικής Νικόδημος Μίλας). ● Στη σειρά «Νομικές Μελέτες Εκκλησιαστικού Ενδιαφέροντος» των Προτύπων Θεσσαλικῶν Εκδόσεων κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του εφέτη κ. Γεωργίου Αποστολάκη: «Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα», όπου επιχειρείται συστηματική ανάπτυξη των ζητημάτων που αφορούν στην ακίνητη περιουσία όχι μόνον της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά όλων ανεξαιρέτως των ορθοδόξων εκκλησιαστικών σχηματισμών κάθε κλίματος, που υφίστανται στην ελληνική επικράτεια: των πρεσβυγενών Πατριαρχείων Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Αντιοχίας, Κωνσταντινουπόλεως, των Μονών του Αγίου Όρους, των Εκκλησιών Κρήτης και Δωδεκανήσου, των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών κ.λπ. ● Της αναπτύξεως των σχετικών εμπραγμάτων καθεστώτων κάθε επί μέρους Εκκλησίας προηγείται η ανάλυση θεμάτων κοινών για όλες, όπως η νομική κατάσταση των αρχαίων εκκλησιαστικών ακινήτων ενόψει των ρυθμίσεων του νέου Αρχαιολογικού νόμου, η διάκριση των εκτός συναλλαγής εκκλησιαστικών ακινήτων, το κατασχετό αυτών και η δυνατότητα ή μη χρησικτησίας επ’ αυτών. Τέλος, αναλύεται το κρίσιμο ζήτημα, κατά πόσο η εκκλησιαστική περιουσία είναι δημόσια ή ιδιωτική περιουσία. ● Πρέπει να σημειωθεί ότι τα βιβλία της σειράς αφορούν και τις εκκλησίες όλων των δογμάτων και ομολογιών που νομίμως υφίστανται και λειτουργούν στην Ελλάδα, γιατί η νομοθεσία και η νομολογία που προέκυψαν για την Ορθόδοξη Εκκλησία επεκτείνονται πλέον και σε αυτές.







Ζητήματα Καταστάσεως Μοναχού
Μετάθεση, Εγκατάλειψη Μοναχικού Βίου, Ανεξάλειπτο Μοναχικής Ιδιότητας

isbn : 960-6683-12-5
Συγραφέας: Γεώργιος Στ. Αποστολάκης (Εφέτης)
Α΄ Έκδοση: 2006
Σχήμα:130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 128

Ο μοναχός δεν παύει να φέρει σάρκα και αδυναμίες. Γι’ αυτό ο μοναχικός βίος δεν είναι άμοιρος παρεκτροπών και παραβιάσεων των μοναχικών ομολογιών και υποσχέσεων. ● Στα πλαίσια αυτής της παθολογίας του μοναχικού βίου, συχνές είναι οι μετακινήσεις μοναχών από μονή σε μονή λόγω αδυναμίας συμβιώσεως με την αδελφότητα· και σε μερικές περιπτώσεις συμβαίνει λιποταξία από το μοναχικό στρατόπεδο με την επάνοδο του μοναχού στον κόσμο. ● Αυτά τα θέματα ερευνούνται, από νομοκανονική βέβαια άποψη, στο νέο βιβλίο του εφέτη κ. Γεωργίου Αποστολάκη: «Ζητήματα Καταστάσεως Μοναχού. Μετάθεση, Εγκατάλειψη μοναχικού βίου, Ανεξάλειπτο μοναχικής ιδιότητας», που κυκλοφορεί στη σειρά «Νομικές Μελέτες Εκκλησιαστικού Ενδιαφέροντος» των Προτύπων Θεσσαλικών Εκδόσεων. ● Περιεχόμενα: Μετάθεση Μοναχού. (α) Ο τόπος ασκήσεως του μοναχού ως μέρος της υποσχέσεώς του περί υπακοής· (β) Ο κανόνας του αμεταθέτου· (γ) Η καθιέρωση της εξαίρεσης της μεταθέσεως· (δ) Οι ρυθμίσεις για τους μοναχούς της Εκκλησίας της Ελλάδος· (ε) Συνέπειες από την μη τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων· (στ) Διαδικασία χορηγήσεως απολυτηρίου· (ζ) Άσκηση διακριτικής ευχέρειας για τη χορήγηση απολυτηρίου· (η) Αναγκαστική μετάθεση μοναχού· (θ) Συνέπειες από τη μετάθεση στην περιουσία του μοναχού· (ι) Η μετάθεση μοναχών ιερών ησυχαστηρίων· (ια) Μετάθεση μοναχών μονών άλλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών· (ιβ) Μετάθεση μοναχών μονών και ησυχαστηρίων Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών· κ.λπ. ● Πρέπει να σημειωθεί ότι τα βιβλία της σειράς αφορούν και τις εκκλησίες όλων των δογμάτων και ομολογιών που νομίμως υφίστανται και λειτουργούν στην Ελλάδα, γιατί η νομοθεσία και η νομολογία που προέκυψαν για την Ορθόδοξη Εκκλησία επεκτείνονται πλέον και σε αυτές.