Η εκκλησιαστική αφομοίωση της επτανήσου και το ελλαδικό Αυτοκέφαλο
isbn: 960-7146-93-X
πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
(Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
A΄ Έκδοση: 2004
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144
Είναι όμως αναντίρρητο γεγονός, ότι αυτή τη νέα ερμηνεία τη στήριξε -και ορθότατα- στη μακραίωνη κανονική τάξη της Ορθοδοξίας και όχι σε συγκυριακές-σύγχρονες πολιτικες σκοπιμότητες. Ποιά όμως είναι αυτή η οικουμενική (κανονική) τάξη;
Ως θεμέλιο και απόλυτη αρχή κάθε σχετικού προβληματισμού (αυτονομήσεως, αυτοκεφαλίας κ.λπ.) εθεωρήθη από διακεκριμένους κανονολόγους και νομικούς ο 17ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (Χαλκηδών, 451), που προσέφερε το «πνεύμα» για τις μεταγενέστερες διευθετήσεις και την εκκλησιαστικοθεολογική ερμηνία τους.
Υπήρχε δε, ήδη, το προηγούμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, που για την αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων (επεμβάσεις του Θρόνου Αντιοχείας) ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη είκοσι χρόνια πριν (8ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Έφεσος, 431). Θα ακολουθήσει δε στα νεώτερα χρόνια η ανακήρυξη της Ρωσίας σε Πατριαρχείο (1589-1593), που έγινε βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του αυτοκεφάλων του ΙΘ΄αι. και κυρίως των πολιτειοκρατών.
Την τελική καταγραφή αυτής της αρχής μαρτυρεί τον Θ΄αιώνα ο Πατριάρχης Μέγας Φώτιος: «Τα εεκλησιαστικά και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια (δηλαδή ορίων διοικήσεως), ταις πολιτικαίς επικρατείας και διοικήσεσι συμμεταβάλεσθαι είωθε». (Το ρήμα είωθε σημαίνει ότι ως έθος ήδη, από παλαιά, έχει επικρατήσει και πρέπει να τηρείται ως καθιερωμένη πράξη).
Πολιτική Θεωρία και Ιδεολογία των Βυζαντινών τον καιρό του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου
isbn: 960-7146-85-9
Συγγραφέας: Αμαλία Ηλιάδη (Φιλόλογος, Ιστορικός)
Ά Έκδοση: 2003
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144
Η διερεύνηση της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών κατέχει μια εξέχουσα θέση στα προβλήματα που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στις βυζαντινές σπουδές, και όντας πολύπλοκη, απαιτεί από τον ιστορικό δύο ιδιότητες σε πολύ μεγάλο βαθμό: το κριτικό πνεύμα και το χάρισμα της συμπάθειας, που είναι η ικανότητα κατανόησης. Η εργασία αυτή πραγματεύεται την πολιτική θεωρία και ιδεολογία, όπως διαμορφώνεται στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (912-959), σε συνάρτηση και με γενικότερα προβλήματα της βυζαντινής ιστορίας, όπως ο ρόλος του θεσμού της συμβασιλείας στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων μαις εποχής, καθώς και ο ρόλος των καθεστωτικών παραγόντων (συγκλήτου, δήμων, στρατού) στην εκλογή και αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα για την εξεταζόμενη περίοδο.
Το Πανεπιστήμιο του Παρισιού (12ος-15ος αιώνες)
Ιστορία, Ρόλος στις πνευματικές εξελίξεις, Προεκτάσεις
isbn: 960-7146-84-0
Αμαλία Ηλιάδη (Φιλόλογος, Ιστορικός)
Ά Έκδοση: 2003
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 112
Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο αξίζει ιδιαίτερη μνεία και μελέτη, τόσο ως θεσμός, που κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των λογίων εκείνης της εποχής, αλλά και ως θεσμός που η εσωτερική του ιστορία αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, την ιστορία της μεσαιωνικής σκέψης απο τα τέλη του 11ου αι. και μετά: δηλ. της εξέλιξης της σχολαστικής φιλοσοφίας και θεολογίας, της αναβίωσης της σπουδής του αστικού δικαίου, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του κανονικού δικαίου.
Τα πανεπιστήμια όλων των χωρών και όλων των εποχών είναι, τελικά, προσαρμογές και παραλλαγές -κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες- του ίδιου θεσμού: του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου, που το γέννησε το μεγάλο πολιτιστικό κύμα του Κυρίως Μεσαίωνα (11ος-13ος αι.). Τα στοιχεία αυτής της γενικότερης αλλαγής εντοπίζονται στην ακμή και παρακμή του φεουδαλισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου, στην εμφάνιση της λαϊκής λογοτεχνίας, στην εμφάνιση της γοτθικής αρχιτεκτονικής, στην εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών και, βέβαια, στην εμφάνιση των Πανεπιστημίων.
Κεντρικὸ ζήτημα τῶν ἐργασιῶν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὸ σημερινὸ κόσμο κείμενα, λόγοι καὶ σκέψεις ἐπιχειροῦν νὰ Τὸν ἐντάξουν σὲ συστήματα φιλοσοφικῶν θεωριῶν ἢ θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι Αὐτὸς εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι».
isbn: 960-7146-93-X
πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
(Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
A΄ Έκδοση: 2004
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144
Είναι όμως αναντίρρητο γεγονός, ότι αυτή τη νέα ερμηνεία τη στήριξε -και ορθότατα- στη μακραίωνη κανονική τάξη της Ορθοδοξίας και όχι σε συγκυριακές-σύγχρονες πολιτικες σκοπιμότητες. Ποιά όμως είναι αυτή η οικουμενική (κανονική) τάξη;
Ως θεμέλιο και απόλυτη αρχή κάθε σχετικού προβληματισμού (αυτονομήσεως, αυτοκεφαλίας κ.λπ.) εθεωρήθη από διακεκριμένους κανονολόγους και νομικούς ο 17ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου (Χαλκηδών, 451), που προσέφερε το «πνεύμα» για τις μεταγενέστερες διευθετήσεις και την εκκλησιαστικοθεολογική ερμηνία τους.
Υπήρχε δε, ήδη, το προηγούμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, που για την αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων (επεμβάσεις του Θρόνου Αντιοχείας) ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη είκοσι χρόνια πριν (8ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Έφεσος, 431). Θα ακολουθήσει δε στα νεώτερα χρόνια η ανακήρυξη της Ρωσίας σε Πατριαρχείο (1589-1593), που έγινε βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του αυτοκεφάλων του ΙΘ΄αι. και κυρίως των πολιτειοκρατών.
Την τελική καταγραφή αυτής της αρχής μαρτυρεί τον Θ΄αιώνα ο Πατριάρχης Μέγας Φώτιος: «Τα εεκλησιαστικά και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια (δηλαδή ορίων διοικήσεως), ταις πολιτικαίς επικρατείας και διοικήσεσι συμμεταβάλεσθαι είωθε». (Το ρήμα είωθε σημαίνει ότι ως έθος ήδη, από παλαιά, έχει επικρατήσει και πρέπει να τηρείται ως καθιερωμένη πράξη).
Πολιτική Θεωρία και Ιδεολογία των Βυζαντινών τον καιρό του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου
isbn: 960-7146-85-9
Συγγραφέας: Αμαλία Ηλιάδη (Φιλόλογος, Ιστορικός)
Ά Έκδοση: 2003
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 144
Η διερεύνηση της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών κατέχει μια εξέχουσα θέση στα προβλήματα που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στις βυζαντινές σπουδές, και όντας πολύπλοκη, απαιτεί από τον ιστορικό δύο ιδιότητες σε πολύ μεγάλο βαθμό: το κριτικό πνεύμα και το χάρισμα της συμπάθειας, που είναι η ικανότητα κατανόησης. Η εργασία αυτή πραγματεύεται την πολιτική θεωρία και ιδεολογία, όπως διαμορφώνεται στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (912-959), σε συνάρτηση και με γενικότερα προβλήματα της βυζαντινής ιστορίας, όπως ο ρόλος του θεσμού της συμβασιλείας στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων μαις εποχής, καθώς και ο ρόλος των καθεστωτικών παραγόντων (συγκλήτου, δήμων, στρατού) στην εκλογή και αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα για την εξεταζόμενη περίοδο.
Το Πανεπιστήμιο του Παρισιού (12ος-15ος αιώνες)
Ιστορία, Ρόλος στις πνευματικές εξελίξεις, Προεκτάσεις
isbn: 960-7146-84-0
Αμαλία Ηλιάδη (Φιλόλογος, Ιστορικός)
Ά Έκδοση: 2003
Σχήμα: 130 Χ 205 χιλ.
Σελίδες: 112
Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο αξίζει ιδιαίτερη μνεία και μελέτη, τόσο ως θεσμός, που κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των λογίων εκείνης της εποχής, αλλά και ως θεσμός που η εσωτερική του ιστορία αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, την ιστορία της μεσαιωνικής σκέψης απο τα τέλη του 11ου αι. και μετά: δηλ. της εξέλιξης της σχολαστικής φιλοσοφίας και θεολογίας, της αναβίωσης της σπουδής του αστικού δικαίου, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του κανονικού δικαίου.
Τα πανεπιστήμια όλων των χωρών και όλων των εποχών είναι, τελικά, προσαρμογές και παραλλαγές -κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες- του ίδιου θεσμού: του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου, που το γέννησε το μεγάλο πολιτιστικό κύμα του Κυρίως Μεσαίωνα (11ος-13ος αι.). Τα στοιχεία αυτής της γενικότερης αλλαγής εντοπίζονται στην ακμή και παρακμή του φεουδαλισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου, στην εμφάνιση της λαϊκής λογοτεχνίας, στην εμφάνιση της γοτθικής αρχιτεκτονικής, στην εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών και, βέβαια, στην εμφάνιση των Πανεπιστημίων.
Αγοριτσα, Δέσποινα Ἀπ. (Δρ Θεολογίας)
Ὁ Χριστὸς Κτιστὸς καὶ Ἄκτιστος.
Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Διαστασεις: 170 x 240 χιλ.
Σελιδες: 432
Βιβλιοδεσια: Χαρτόδετο
isbn: 978-618-5008-03-1
|
Εὐθύνη τῶν Συνοδικῶν Πατέρων ἦταν νὰ χαράξουν τὴ διακριτὴ γραμμὴ μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ κακοδοξίας καὶ νὰ ὑποστηρίξουν ἕνα πλέγμα σχέσεων μεταξὺ κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου, τὸ ὁποῖο ἀπαραίτητα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πρὸς τὴν «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» δημιουργία, ποὺ δηλώνουν τὴν ἀπόσταση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ συνάμα τὴ μεταξύ τους σχέση.
Παράλληλα μὲ τὴν αὐστηρὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, οἱ Πατέρες στάθηκαν καὶ ἀπέναντι στὸν Αὐτοκράτορα καὶ ἀπέρριψαν κάθε θολογικὴ προσποίηση χάριν, δῆθεν, τῆς ἑνότητας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καμμία αὐτοκρατορικὴ ἀπόφαση δὲν ἴσχυσε, ὥστε νὰ νὰ κάνει τὸν Χριστὸ περισσότερο Θεὸ καὶ λιγότερο ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, καθὼς οἱ αἰῶνες ἀπέδειξαν, τὸ δόγμα δὲν ἔχει ἀφεντικό.



